- σπόρτουλον
- τὸ, Μδώρο, εισφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. sportula «καλάθι» και, συνεκδοχικώς, «τα δώρα που προσφέρονται σ' αυτό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπόρτουλον — sportula neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορτούλων — σπόρτουλον sportula neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπόρτουλα — σπόρτουλον sportula neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)